Οι πολύτιμοι λίθοι μάγευαν τους ανθρώπους από την απαρχή της ιστορίας τους. Τα πρώτα κοσμήματα που κατασκεύασαν οι πρωτόγονες φυλές των ανθρώπων αποτελούνταν από όμορφα κοχύλια που συνέλλεγαν καθώς έψαχναν για την τροφή τους, τα οποία τρυπούσαν και περνούσαν σε ίνες από φυτά ή τένοντες ζώων, δημιουργώντας περιδέραια και βραχιόλια. Αργότερα ανακαλύφθηκαν τα φυσικά μαργαριτάρια μέσα στα όστρακα και στη συνέχεια το κεχριμπάρι και ορυκτά όπως ο Χαλκηδόνιος, ο χαλαζίας και το τυρκουάζ, καθώς και το λάπις λάζουλι. Σε διαφορετικές περιοχές της γης την ίδια στιγμή ανακαλύπτονταν πολύτιμοι λίθοι όπως τα σμαράγδια, τα ζαφείρια και τα ρουμπίνια καθώς και τα διαμάντια. Με τα εμπορικά καραβάνια και τα πλοία της εποχής οι πολύτιμοι λίθοι ταξίδευαν στον κόσμο και πωλούνταν σε βασιλικές οικογένειες και σε όλες τις ανώτατες τάξεις των εκάστοτε κοινωνιών.
image: Bonham’s
Πριν την εξέλιξη της εκτίμησης και αναγνώρισης πολύτιμων λίθων (gemology–γεμολογία) και την δημιουργία των τεχνικών και των standardπου χρησιμοποιούμε στην μοντέρνα γεμολογία, όλοι οι πολύτιμοι λίθοι κατατασσόταν σε κατηγορίες με βάση το χρώμα τους. Αυτό σήμαινε πως όλοι οι κόκκινοι πολύτιμοι λίθοι ονομαζόταν ρουμπίνια ή όλοι οι μπλε ονομαζόταν ζαφείρια ανεξάρτητα από την χημική τους σύσταση και την κρυσταλλική τους δομή. Σιγά σιγά, όπως περνούσε ο καιρός και οι άνθρωποι ανέπτυσσαν τις επιστήμες και τις ικανότητές τους να ερευνούν την χημεία, την φυσική και την κρυσταλλογραφία, ανακάλυψαν πως το χρώμα σε έναν πολύτιμο λίθο δεν ορίζει την ταυτότητά του και πως υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί λίθοι που ενδέχεται να έχουν παρόμοιο χρώμα, καθώς και πως ο ίδιος λίθος μπορεί να δημιουργηθεί σε διαφορετικούς χρωματισμούς, και έτσι γεννήθηκε η επίσημη επιστήμη της γεμολογίας.
image: Christie’s
Με τον όρο πολύτιμοι λίθοι (gemstones, gems) αναφερόμαστε στα ορυκτά η μη, που χρησιμοποιούνται στην κοσμηματοποιία. Ένας λίθος, για να μπορεί να ονομαστεί πολύτιμος πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις όπως σπανιότητα, ανθεκτικότητα και ομορφιά.
Image: DavidWebb
Με τον όρο σπανιότητα εννοούμε την συχνότητα με την οποία βρίσκουμε έναν λίθο ανά τα ορυχεία της γης που αφορούν στον συγκεκριμένο λίθο, καθώς και την πυκνότητα της συγκέντρωσης του λίθου ανά τόνο εξορρυσόμενου υλικού. Η σπανιότητα των πολύτιμων λίθων είναι άμεσα δεμένη με τις γεωλογικές συνθήκες του σχηματισμού του καθώς και με την σπανιότητα των χημικών στοιχείων που περιέχει. Η ποσότητα ενός λίθου που φτάνει στην αγορά και έχει τα χαρακτηριστικά ποιότητας που τον κάνουν ικανό για χρήση στην κοσμηματοποιία, πρέπει να είναι αρκετή για να ικανοποιεί την παγκόσμια ζήτηση σε βάθος χρόνου, αλλά όχι σε υπερβολικό σημείο καθώς σε τέτοια περίπτωση θα μετατρέπονταν σε κάτι κοινό. Στην αγορά μερικές φορές λανθασμένα χρησιμοποιείται ο όρος «ημιπολύτιμος» για τους λίθους που είναι λιγότερο σπάνιοι λόγω των γεωλογικών συνθηκών δημιουργίας τους, ή άλλες φορές χρησιμοποιείται για όλους τους λίθους εκτός από το διαμάντι, το σμαράγδι, το ρουμπίνι και το ζαφείρι. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί το γεγονός πως ο όρος «ημιπολύτιμος» δεν είναι επίσημος, δεν έχει ορισμένη έννοια και δεν είναι αναγνωρισμένος από την επίσημη γεμολογία. Πρέπει να σημειωθεί πως πολλές φορές, συγκεκριμένες ποικιλίες λίθων που κάποιοι στην αγορά αναφέρουν ως ημιπολύτιμους, είναι εξαιρετικά σπάνιες και μπορούν να φτάσουν ή ακόμη και να ξεπεράσουν σε αξία κάποιους πιο δημοφιλείς λίθους. Μερικοί πολύτιμοι λίθοι είναι περισσότερο σπάνιοι από άλλους και αυτό ανακλάται στην αξία και την τιμή τους στην αγορά. Επίσης, κάποιοι λίθοι είναι εξαιρετικά σπάνιοι και η παροχή τους στην αγορά δεν είναι σταθερή, με αποτέλεσμα οι λίθοι αυτοί να θεωρούνται συλλεκτικοί.
Ο όρος ομορφιά δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμος. Λέγεται πως η ομορφιά κρίνεται από τα μάτια που την κοιτούν, οπότε ένας λίθος μπορεί να αρέσει περισσότερο ή λιγότερο σε κάποιον απ ότι σε κάποιον άλλο. Γι αυτόν τον λόγο, η γεμολογία βάζει συγκεκριμένα στάνταρ όσο αφορά σ’ αυτό το θέμα. Έτσι, ομορφιά για έναν πολύτιμο λίθο είναι ο συνδυασμός του κορεσμού και της καθαρότητας του χρώματός του, της επιφάνειάς του και της δυνατότητας της επιφάνειας να ανακλά το προσπίπτον φως, της συμμετρίας της κοπής του και της διαφάνειάς του όπου είναι εφαρμοστέα. Με αυτόν τον τρόπο οι γεμολόγοι μπορούν να κρίνουν την ομορφιά κάθε πολύτιμου λίθου αντικειμενικά και να αποφασίζουν αν ικανοποιεί τα κριτήρια που θα κάνουν το λίθο πολύτιμο.
Με τον όρο ανθεκτικότητα αναφερόμαστε στις φυσικές ιδιότητες των πολύτιμων λίθων και την ικανότητά τους να αντιστέκονται σε θραυσμό και σχισμό, χημικές επιθέσεις και θερμικό σοκ, τριβή και εκδορά. Για να μετρήσουμε την σκληρότητα ενός πολύτιμου λίθου, δηλαδή την ικανότητά του να αντιστέκεται σε τριβή και εκδορά χρησιμοποιούμε μια εμπειρική κλίμακα που αναπτύχθηκε από τον F. Mohs, η οποία περιλαμβάνει δέκα διαφορετικά ορυκτά κατανεμημένα με βάση την σκληρότητά τουςώστε το καθένα να μπορεί να χαράξει αυτά που βρίσκονται χαμηλότερα στην κλίμακα.Στην θέση 10 βρίσκεται το διαμάντι, το σκληρότερο από όλα τα ορυκτά, το οποίο μπορεί να γδάρει όλα τα υπόλοιπα ορυκτά της κλίμακας και μη, αλλά κανένα από αυτά δεν μπορεί να γδάρει το διαμάντι.
Images: GIG – Gulf Institute of Gemology
Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε πως οι πολύτιμοι λίθοι (gemstones) μπορεί να είναι ορυκτά (minerals) ή βιογενείς όπως το μαργαριτάρι ή το κοράλλι. Η γεμολογία χρησιμοποιεί διαφορετικές μεθόδους για την εκτίμηση των διάφορων ειδών πολύτιμων λίθων – υπάρχουν διαφορετικά συστήματα εκτίμησης για τα διαμάντια, τους χρωματιστούς πολύτιμους λίθους ή τα μαργαριτάρια, και ασφαλώς κάθε σύστημα λαμβάνει υπόψη του τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις φυσικές δυνατότητες κάθε λίθου. Σαφώς, η αναγνώριση των πολύτιμων λίθων βασίζεται στην ανάλυση της χημικής τους σύστασης της κρυσταλλικής τους δομής καθώς και στην ανάλυση της αντίδρασης κάθε λίθου στην ηλεκτρομαγνητική ενέργεια.
ΕύαΚουντουράκη (GG, AJP, PG)
Gemology Instructor, Jewelry consultant
E: eva.kountouraki@gulfgemology.com